- ἐμφανῶς
- ἐμφανήςshowing inadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'μφανῶς — ἐμφανῶς , ἐμφανής showing in adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δηλονότι — (AM δηλονότι) 1. σαφώς, φανερά, εμφανώς 2. (επεξ.) ήτοι, τουτέστιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση «δήλον (εστί) ότι»] … Dictionary of Greek
εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β … Dictionary of Greek
ενωπώς — ἐνωπῶς (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐμφανῶς» … Dictionary of Greek
εξορώ — ἐξορῶ, άω (Α) [ορώ] 1. βλέπω μακριά 2. παθ. φαίνομαι από μακριά («ἐξορᾱσθαι τὸν στρατηγὸν ἐμφανῶς», Ευρ.) 3. βλέπω με γουρλωμένα μάτια … Dictionary of Greek
επικεκαλυμμένως — ἐπικεκαλυμμένως (Α) επίρρ. όχι εμφανώς, συγκεκαλυμμένα, αόριστα … Dictionary of Greek